ὀλόεντα

ὀλόεντα
ὀλόεις
neut nom/voc/acc pl
ὀλόεις
masc acc sg
ὀλοός
destructive
neut nom/voc/acc pl
ὀλοός
destructive
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολόεις — ὀλόεις, εσσα, εν (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός», κατά τα επίθετα σε εις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”